- αυτόμολος
- ο прям. , перен. перебежчик
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αὐτόμολος — going of oneself masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτόμολος — η, ο (AM αὐτόμολος, ον) (ειδικά για στρατιωτικούς) αυτός που εγκαταλείπει τις δικές του τάξεις και προσχωρεί στους αντιπάλους αρχ. Ι. αυτόκλητος, ακάλεστος II. επίρρ. αὐτομόλως προδοτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο * + (θ.) μολ , έμολον, αόρ. β του… … Dictionary of Greek
αυτόμολος — η, ο αυτός που αφήνει τη θέση του στο στρατό και προσχωρεί στον εχθρό, ή απαρνιέται την ιδεολογία του και προσχωρεί στην αντίθετή της: Οι αυτόμολοι περιφρονούνται από εχθρούς και φίλους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αὐτομόλως — αὐτόμολος going of oneself adverbial αὐτόμολος going of oneself masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτόμολον — αὐτόμολος going of oneself masc/fem acc sg αὐτόμολος going of oneself neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτομόλοις — αὐτόμολος going of oneself masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτομόλοισι — αὐτόμολος going of oneself masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτομόλου — αὐτόμολος going of oneself masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτομόλους — αὐτόμολος going of oneself masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτομόλων — αὐτόμολος going of oneself masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτομόλῳ — αὐτόμολος going of oneself masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)